- αἰωνιότης
- αἰωνιότης, ἡ,A perpetuitas, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Αιωνιότης — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε το 1899. Χρειάζεται 4 έτη και 8 μήνες για μια πλήρη περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Έχει εκκεντρότητα e = 0,124 και κλίση i = 10°39’. Η μέση απόστασή του από τον Ήλιο είναι 417 εκατ. χλμ … Dictionary of Greek
αιωνιότητα — Η άπειρα χρονική –δίχως αρχή και τέλος– διάρκεια. Η έννοια της α. συνδέθηκε κατά καιρούς με την έννοια του θεού, του κόσμου, της ύλης κλπ. Την α. του κόσμου δέχονταν οι προσωκρατικοί, ο Αριστοτέλης, οι πανθεϊστές κ.ά. Ο Πλάτων θεωρούσε τις ιδέες… … Dictionary of Greek